- άγνευμα
- ἅγνευμα, το (Α) [ἁγνεύω]αγνή διαγωγή, αγνότητα, παρθενία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἅγνευμα — chastity neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅγνευμ' — ἅγνευμα , ἅγνευμα chastity neut nom/voc/acc sg ἅ̱γνευμαι , ἁγνεύω consider as part of purity perf ind mp 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγνεύω — ἁγνεύω (AM) διατηρώ τον εαυτό μου αγνό, αμόλυντο, απέχω από κάτι αρχ. 1. θεωρώ κάτι αναπόσπαστο από την αγνότητα, τού δίνω θρησκευτική υπόσταση 2. απόλ. είμαι αγνός, καθαρός 3. εξαγνίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁγνός. ΠΑΡ. αρχ. ἁγνεία, ἅγνευμα, ἁγνευτήριον … Dictionary of Greek
λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… … Dictionary of Greek